βαρυφορτώνω

βαρυφορτώνω
και βαριοφορτώνω
1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο
2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι' αυτόν υποχρεώσεις
3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο
4. (για λόγο) προσθέτω πολλά ρητορικά σχήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρυφορτώνω — ωσα, ώθηκα, βαρυφορτωμένος 1. φορτώνω κάποιον με βάρος περισσότερο απ’ όσο πρέπει: Μη βαρυφορτώνεις τη ζυγαριά γιατί θα χαλάσει. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον δυσανάλογα βαριά καθήκοντα ή υποχρεώσεις: Βαρυφορτώνουν τους μαθητές με μαθήματα στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”