- βαρυφορτώνω
- και βαριοφορτώνω1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι' αυτόν υποχρεώσεις3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο4. (για λόγο) προσθέτω πολλά ρητορικά σχήματα.
Dictionary of Greek. 2013.